- μακρημερία
- μακρημερία, ιων. τ. μακρημερίη, ἡ (Α) [μακρήμερος]η εποχή τού έτους κατά την οποία οι μέρες είναι μεγάλες, η εποχή τών μακρών ημερών, το θέρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακρημερίῃ — μακρημερία the season of long days fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)